Δευτέρα 5 Μαρτίου 2012

Για τη Δημοτική Διαβούλευση

Τι είναι, τι σκοπό έχει και ποιες οι προϋποθέσεις επιτυχίας της


Η δημοτική διαβούλευση, είναι μια αμφίδρομη επικοινωνία και κανονιστική διαδικασία ανάμεσα στους διαμορφωτές της πολιτικής από την μια και στους φορείς και πολίτες από την άλλη, ανάμεσα σε αυτούς που παίρνουν τις αποφάσεις και σε εκείνους που τους αφορούν. Ο στόχος είναι οι πρώτοι να εισακούσουν τις απόψεις των δεύτερων.  Αυτό θεωρητικά γίνεται με την ανοικτή διατύπωση, καταγραφή και σύνθεση διαφορετικών απόψεων και προτάσεων για τα κρίσιμα προβλήματα και τις ανάγκες των καιρών.
Όμως οι διάφοροι συντελεστές μιας τοπικής κοινωνίας, (δημοτική αρχή, αντιπολίτευση, φορείς, υπηρεσίες, κάτοικοι, επαγγελματίες κλπ) λειτουργούν συνήθως κάτω από την δική τους λογική, την οποία προσπαθούν να επιβάλλουν στους «άλλους». Αυτό γεννά καχυποψία και τελικά αποβαίνει καταστροφικό για την συνεννόηση. Με τον τρόπο αυτό, ενώ όλοι επιφανειακά μιλούν για το κοινό μέλλον, την συναίνεση και την ανάπτυξη, στη πράξη διαμορφώνονται πολώσεις και στρεβλώσεις, που καλλιεργούν την απαξίωση και την απελευθέρωση φυγόκεντρων δυνάμεων μέσα στην κοινωνία.
Από την άλλη, συχνά επιστρατεύονται η ιεραρχική ισχύς και η διανοητική ικανότητα με την μορφή  στείρων διανοητικών επιχειρημάτων. Έτσι, η ανοικτή διατύπωση απόψεων και η ουσιαστική ανταλλαγή ιδεών δεν είναι πάντοτε εφικτές, γιατί προσκρούουν στην ισχύ της εξουσίας και στην συμβατικότητα των κοινωνικών σχέσεων. Αυτές όμως δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της εποχής μας. Η λύση στα πολύπλοκα προβλήματα εξαρτάται από την ικανότητα των ανθρώπων να συζητούν, να σκέπτονται και να δρουν από κοινού. Και η εμπιστοσύνη είναι απαραίτητη προϋπόθεση γι αυτό.
Η διαβούλευση λοιπόν δεν είναι μια διαπραγμάτευση ή ένας συμβιβασμός. Δεν έχει ως βασικό μέλημα να γεφυρώσει μια διαφορά, αλλά να δημιουργήσει κάτι νέο και χρήσιμο. Όσοι συμμετέχουν, έχουν την ευκαιρία να συν-διαμορφώσουν μια νέα πραγματικότητα, αντί να αποδέχονται τα όσα κάποιοι άλλοι αποφάσισαν γι αυτούς. Είναι ένας ανοικτός χώρος δημιουργίας νέων δυνατοτήτων, ανάμεσα σε δύο παράλληλους κόσμους. Αυτόν της εξουσίας και των μηχανισμών της από την μια και εκείνον της κοινωνίας και των μελών της από την άλλη.
Οι δύο αυτοί κόσμοι λειτουργούν με διαφορετικές λογικές και πρακτικές. Οι αρχές και οι υπηρεσίες λειτουργούν με οργανωμένη και ιεραρχική δομή, τυπικές διαδικασίες εκ των άνω προς τα κάτω, αλλά και με μια δυσκολία να δοκιμάσουν πρακτικές που αμφισβητούν την ιεραρχία και τον έλεγχο. Από την άλλη, τα μέλη μιας κοινωνίας αναπτύσσουν ελεύθερα και εθελοντικά μη-ιεραρχικές σχέσεις αμοιβαιότητας και ανταποδοτικότητας. Ο σεβασμός αυτών των διαφορών καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την επιτυχία του εγχειρήματος της διαβούλευσης.
Συχνά οι αιρετοί έχουν την πεποίθηση ότι αυτοί καθορίζουν τα μέλη της επιτροπής, σύμφωνα με δικά τους κριτήρια, ενώ το πνεύμα του θεσμού είναι ακριβώς το αντίθετο. Τα μέλη της επιτροπής προκύπτουν από την ίδια την κοινωνία, ακολουθώντας κάποια διαδικασία στην οποία έχει καταλήξει το συμβούλιο και η οποία στηρίζεται στην κοινή λογική. Κατόπιν οι αιρετοί επικυρώνουν αυτήν την επιλογή ή εκλογή. Και εκεί σταματά η ανάμιξη του δημοτικού συμβουλίου. Αν τα πράγματα γίνουν αλλιώς, τότε είναι πολύ πιθανή η αναπαραγωγή των γνωστών αντιπαραθέσεων και της καταμέτρησης δυνάμεων, που συμβαίνουν στα δημοτικά συμβούλια.  Τότε, η διαδικασία εκλαμβάνεται σαν μια απόπειρα νομιμοποίησης και επιβολής ειλημμένων αποφάσεων και τελικά καταλήγει σε αθέμιτες διαπραγματεύσεις ή σε συγκρούσεις, γεγονός που την υποβαθμίζει στα μάτια των πολιτών.
Όμως, η ουσία της διαβούλευσης δεν εξαντλείται στην σύγκλιση της επιτροπής. Αντιθέτως, είναι μια συνεχής διεργασία ανάμεσα στους συμμετέχοντες στις φάσεις της διαβούλευσης (ομάδες εργασίας, εργαστήρια συναντίληψης, πάνελ ειδικών - κοινού), που καταλήγει στην ανάπτυξη και βελτίωση των σχέσεων ανάμεσά τους.  Έτσι, όταν έρθει η ώρα της σύγκλησης της επιτροπής η δημιουργική σύνθεση είναι πιο εύκολο να συμβεί. Από το σημείο εκείνο ξεκινά η ευθύνη της δημοτικής αρχής για μια ουσιώδη επεξεργασία των πορισμάτων της διαβούλευσης και όχι μια τυπική διαχείριση.
Για τον σκοπό αυτό και με ευθύνη όλων και πρωτίστως της δημοτικής αρχής, πρέπει να γίνονται όλες οι απαραίτητες ενέργειες ώστε να αρθεί ένα κλίμα δυσπιστίας που συνήθως υπάρχει ανάμεσα στους συμμετέχοντες στην διαβούλευση. Έτσι, θα εξοικειωθούν ευκολότερα μεταξύ τους και θα συνεργήσουν στα πλαίσια των θεματικών ομάδων εργασίας. Μάλιστα, το κρισιμότερο βήμα στην όλη διαδικασία φαίνεται πως είναι η ίδια η διαδικασία συγκρότησης της επιτροπής διαβούλευσης και των θεματικών ομάδων εργασίας. Εάν γίνουν με ένα τρόπο πραγματικό ανοικτό, τότε μεγαλώνουν οι πιθανότητες συμμετοχής και παραγωγής ουσιωδών αποτελεσμάτων. Τουναντίον, εάν οι διαδικασίες είναι βιαστικές ή κλειστές, επαναφέρουν το κλίμα δυσπιστίας ανάμεσα στην δημοτική αρχή, τους φορείς και την τοπική κοινωνία.

Μέθοδοι και τεχνικές διαβούλευσης

Ανάλογα με το αντικείμενο της διαβούλευσης, τους στόχους της κάθε σταδίου, το προφίλ και την εμπειρία των συμμετεχόντων και συντονιστών σε σχετικές διαδικασίες, αλλά και τα γενικότερα χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο όλα αυτά συμβαίνουν, μπορούν να χρησιμοποιηθούν διαφορετικές μορφές και τεχνικές διαβούλευσης. Για παράδειγμα, οι μορφές αυτές μπορούν να αφορούν:
-         Συγκεντρώσεις, όπως πχ για θέματα δημόσιου απολογισμού, αντιπαράθεσης απόψεων (debates), συνελεύσεις γειτονιάς. Είναι καλό να χρησιμοποιούνται στην αρχή και το τέλος της διαδικασίας, για την αποτύπωση των αναγκών και θέσεων και την παρουσίαση των αποτελεσμάτων (αντιστοίχως).
-         Εργαστήρια συναντίληψης, δημιουργίας οράματος ή διερεύνησης σεναρίων, επίλυσης συγκρούσεων, δραματοποίησης κλπ. Όπως προαναφέρθηκε, είναι πολύ χρήσιμα για τους συμμετέχοντες σε επιτροπές και ομάδες εργασίας, πριν την έναρξη των εργασιών τους.
-         Επιτροπές και ομάδες εργασίας, όπως πχ  focus groups, πάνελ από ειδικούς ή ενημερωμένους πολίτες, κύκλους συλλογής αφηγήσεων, συναντήσεις τύπου “conversation café”, παρουσιάσεις με κατοίκους με ρόλο κριτών κλπ. Οι μέθοδοι αυτές χρησιμοποιούνται  για άντληση πρωτογενών δεδομένων, την επεξεργασία προβλημάτων και την σύνθεση και δοκιμή λύσεων.
-         Έρευνες, όπως πχ προσωπικές συνεντεύξεις, συμπλήρωση ερωτηματολογίων, έρευνες γνώμης ή αγοράς, σφυγμομετρήσεις και δημοψηφίσματα σε πραγματική ή διαδικτυακή βάση κλπ. Οι μέθοδοι διερευνούν την απήχηση που έχουν στο κοινό οι προτεινόμενες θέσεις και λύσεις και συλλέγουν περαιτέρω ιδέες και προτάσεις βελτίωσης.
-         Εκθέσεις και εκδηλώσεις, που μπορεί να είναι εκ των προτέρων σχεδιασμένες η αυτο-σχεδιαζόμενες (“open space”), fora με διάρκεια στο χρόνο ή γεγονότα άπαξ συμβαίνοντα κλπ. Οι μορφές αυτές ανοίγουν και κλείνουν κάθε θεματικό κύκλο διαβούλευσης.
Κλείνοντας την σύντομη αυτή παρουσίαση, το περιεχόμενο της οποίας προέρχεται από τον  «Οδηγό για την Δημοτική Διαβούλευση» του Υπουργείου Εσωτερικών, πρέπει να αναφέρω ότι η βασικότερη όλων των προϋποθέσεων που υπάρχουν για τους αιρετούς εκείνους που επιθυμούν να εμπλακούν στον νέο θεσμό. Είναι η βούληση να ακούν, να στοχάζονται και να μαθαίνουν. Γιατί «όταν κάποιος δεν ακούγεται, παύει και να ακούει». Κι από την άλλη «όταν ο ίδιος πάψει να ακούει, παύει και να ακούγεται».
 ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΙΧΙΩΤΗΣ